- μουλώνω
- μουλώνω και μουλώχνω μούλωξα, μένω ακίνητος και σιωπηλός, λουφάζω, σωπαίνω και ζαρώνω από το φόβο: Το σκυλί μούλωξε κάτω από το τραπέζι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.